μονοκαλλιέργεια

μονοκαλλιέργεια
Σύστημα καλλιέργειας, κατά το οποίο μια ορισμένη επιφάνεια καλλιεργήσιμου εδάφους χρησιμοποιείται για εκμετάλλευση από ένα μόνο είδος φυτού· ειδικότερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται για καλλιέργειες μόνιμες και συνεχείς ενός ορισμένου είδους δενδρώδους φυτού (αμπέλι, εσπεριδοειδή, ελιά κλπ.). Μαζί με τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα της, όπως ευκολία στη διεύθυνση, τελειοποίηση της τεχνικής των καλλιεργειών, με αποτέλεσμα ποιοτική βελτίωση και ποσοτική αύξηση των προϊόντων, η μ. αντιμετωπίζει και σημαντικά μειονεκτήματα. Ωστόσο, από μια απόλυτα γεωργική άποψη, η μ. μπορεί να προκαλέσει μονόπλευρη εξάντληση του εδάφους που υφίσταται τη συνεχή εκμετάλλευση από το ίδιο φυτό. Σ’ αυτό προσθέτονται ζημίες, ιδιαίτερα οικονομικής φύσης, όπως η τέλεια καταστροφή της παραγωγής από παρασιτικές προσβολές ή άλλες αιτίες ή πτώση των τιμών των προϊόντων σε περιόδους υπερπαραγωγής. Οικονομία. Με τον όρο μ. χαρακτηρίζεται γενικότερα το οικονομικό σύστημα των χωρών εκείνων, που η παραγωγή τους αποτελείται, κατά βάση, από μια ή λίγες μορφές του φυσικού πλούτου, γενικά φυτικού ή ορυκτού. Βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία της μ. είναι οι οικολογικές συνθήκες, όπως το κλίμα, η ειδική γονιμότητα του εδάφους και οι συνθήκες οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, όπως η αδυναμία ή η αντίσταση του πληθυσμού να εγκαταλείψει τις παραδοσιακές δραστηριότητες, ή η έλλειψη κεφαλαίων αρκετών για να προωθήσουν τη διαφοροποίηση της παραγωγικής διαδικασίας προς βιομηχανικές μορφές. Εκτός από μερικές εξαιρέσεις, οι οικονομίες που βασίζονται στη μ. έχουν χαρακτήρα πρωτόγονο και παρουσιάζουν υψηλό βαθμό αστάθειας, γιατί είναι δεσμευμένες, χωρίς τη δυνατότητα της εναλλαγής, στις διακυμάνσεις των τιμών των εμπορευμάτων τους στις διεθνείς αγορές. Μεταξύ των κυριότερων χωρών, που η οικονομία τους στηρίζεται στη μ., μπορούν να αναφερθούν: Αίγυπτος (βαμβάκι), Σρι Λάνκα (τσάι), Βιρμανία (ρύζι), Γκάνα (κακάο), Ινδονησία (καουτσούκ) και Κούβα (ζάχαρη).
* * *
η
(γεωπ.)
1. καλλιέργεια ενός μόνο φυτικού είδους σε μια γεωργική εκμετάλλευση, όπως λ.χ. αμπελιού, οπωροφόρων, σίτου
2. η καλλιέργεια ενός ετήσιου φυτού, όπως λ.χ. αραβοσίτου, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο στον ίδιο αγρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αμειψισπορά — Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.).… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”